Για τρίτη φορά ο αέρας στερεοποιήθηκε, παίρνοντας και πάλι μορφή νεαρού, αυτή τη φορά ακριβώς κάτω από τα μάτια του Μπα’άλζαμον, σχεδόν στα πόδια του. Ένα ψηλό παλικάρι, με μάπα πότε γαλανά και πότε γκρίζα, ανάλογα με το πώς έπεφτε το φως, και σκουροκόκκινα μαλλιά. Άλλοι ένας αγρότης. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Κάτι ακόμα που ήταν ασυνήθιστο, αν και αναρωτήθηκε γιατί περίμενε να υπάρχει τίποτα το συνηθισμένο εδώ. Ένα σπαθί κρεμόταν από τη ζώνη της μορφής, ένα σπαθί με μπρούτζινο ερωδιό στη θήκη και άλλον έναν ανάγλυφο στη μακριά, διπλή λαβή.
«Είχε πέσει νεκρική σιωπή κι ο Μπα’άλζαμον την άφησε να δεσπόσει πριν μιλήσει. Υπάρχει τώρα κάποιος που βαδίζει στον κόσμο, κάποιος που ήταν και θα είναι, μα δεν είναι ακόμα, ο Δράκοντας.»
Ένα μουρμουρητό έκπληξης διέτρεξε τους πιστούς.
«Ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας! Θα τον σκοτώσουμε, Μέγα Άρχοντα;» Ήταν ο Σιναρανός, που το χέρι του είχε πλησιάσει με προσμονή το σημείο στο πλάι όπου κανονικά θα κρεμόταν το σπαθί του.
«Ίσως» , είπε απλά ο Μπα’άλζαμον. «Και ίσως όχι. Ίσως μεταπειστεί και τον χρησιμοποιήσω. Κάποια στιγμή αυτό θα γίνει, αυτή την Εποχή, ή κάποια άλλη.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Ήδη σχηματίζεται μία καμπή στο Σχέδιο, ένα από τα πολλά σημεία όπου αυτός ο οποίος θα γίνει ο Δράκοντας μπορεί να πειστεί να με υπηρετήσει. Πρέπει να πειστεί! Καλύτερα να με υπηρετήσει ζωντανός παρά νεκρός, όμως είτε ζωντανός, είτε νεκρός, πρέπει και θα με υπηρετήσει! Αυτούς τους τρεις πρέπει να τους ξέρετε, επειδή ο καθένας τους είναι ένα νήμα στο σχέδιο που σκοπεύω να υφάνω εγώ, και έγκειται σε σας να φροντίσετε ότι δα πάνε εκεί που διατάζω. Μελετήστε τους, για να τους ξέρετε.»
Ξαφνικά όλοι οι ήχοι χάθηκαν. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς σάλεψε ανήσυχος, και είδε κι άλλους να κάνουν το ίδιο. Όλοι εκτός από την Ιλιανή, όπως κατάλαβε αμέσως. Τα χέρια της ήταν απλωμένα στον κόρφο της, σαν να ήθελε να κρύψει τη στρογγυλάδα της σάρκας που αποκάλυπτε, τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά, φοβισμένα κι εκστατικά· ένευε ζωηρά, σαν να μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον. Μερικές φορές έμοιαζε να απαντά, αλλά ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν άκουγε ούτε λέξη. Ξαφνικά κύρτωσε το σώμα της προς τα πίσω, τρέμοντας, στηριγμένη στις μύτες των ποδιών της. Θα έπρεπε να είχε πέσει, εκτός αν την κρατούσε κάτι αόρατο. Έπειτα, πάλι ξαφνικά, ξαναστάθηκε στα πόδια της και ένευσε πάλι, ενώ υποκλινόταν τρέμοντας. Τη στιγμή ακόμα που ίσιωνε το σώμα της, μια από τις γυναίκες που φορούσαν δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό τινάχτηκε και άρχισε να νεύει.
Οι συναθροισμένοι δέχονταν ένας-ένας τις εντολές τους, περιτειχισμένοι όλοι στη σιωπή, όμως ταυτόχρονα φανέρωναν ερεθιστικά στοιχεία, αρκεί να μπορούσε να τα διαβάσει. Εκείνος από τους Άθα’αν Μιέρε, ο Θαλασσινός, πάγωσε, δείχνοντας απροθυμία καθώς ένευε. Ο Σιναρανός έδειξε με τη στάση του σαστισμάρα την ίδια στιγμή που συμφωνούσε. Η δεύτερη γυναίκα από την Ταρ Βάλον τινάχτηκε, σαν να είχε πάθει αποπληξία, και η γκριζοντυμένη μορφή, η οποία δεν έδειχνε το φύλο της, στην αρχή κούνησε το κεφάλι αρνητικά και έπειτα έπεσε στα γόνατα και ένευσε ζωηρά. Κάποιοι συσπάστηκαν σαν την Ιλιανή, σαν να τους είχε κεντρίσει τόσος πόνος, ώστε να σηκωθούν στ’ ακροδάχτυλα τους.
«Μπορς.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τινάχτηκε, καθώς μια κόκκινη μάσκα γέμιζε τα μάτια του. Ακόμα έβλεπε την αίθουσα, ακόμα έβλεπε την αιωρούμενη μορφή του Μπα’άλζαμον και τις τρεις φιγούρες μπροστά του, αλλά, ταυτοχρόνως, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το πρόσωπο με την κόκκινη μάσκα. Ζαλίστηκε, ένιωσε ότι το κρανίο του θα άνοιγε στα δύο και τα μάτια του θα έβγαιναν από το κεφάλι του. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι έβλεπε φλόγες μέσα από τα ανοίγματα που είχε η μάσκα για τα μάτια.
«Είσαι πιστός... Μπορς;»