Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξεροκατάπιε.
«Ο Αφέντης σας έρχεται.» Η φωνή του Μυρντράαλ ακούστηκε γδαρτή, σαν ξερό δέρμα φιδιού που τσακιζόταν. «Στις κοιλιές σας, σκουλήκια! Ικετέψτε, για να μην σας τυφλώσει και σας κάψει η λαμπρότητά του!»
Οργή πλημμύρισε τον άνδρα που αυτοαποκαλεί το Μπορς, τόσο για το ύφος, όσο και για τα λόγια του, αλλά μετά ο αέρας πάνω από τον Ημιάνθρωπο τρεμόπαιξε και τότε ένιωσε τη σημασία αυτών που είχε ακούσει.
Χωρίς να περιμένει για να δει αν θα σάλευε άλλος, ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έπεσε μπρούμυτα, γρυλίζοντας, καθώς χτυπούσε με δύναμη το πέτρινο πάτωμα. Από τα χείλη του ξεχύθηκαν λέξεις, σαν ξόρκι ενάντια σε κίνδυνο —ήταν ξόρκι, αλλά αδύναμο, σε σύγκριση με το αντικείμενο του φόβου του— και στ’ αυτιά του έφτασαν άλλες εκατό φωνές, βραχνές από το φόβο, που μιλούσαν κι αυτές από το πάτωμα.
«Ο Μέγας Αρχων του Σκότους είναι ο Αφέντης μου και μ’ όλη μου την καρδιά τον υπηρετώ, ως το τελευταίο ξόδι της ψυχής μου.» Στο βάθος του μυαλού του μια φωνή ψέλλιζε με φόβο.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τελείωσε τον ψαλμό λαχανιασμένος, σαν να είχε τρέξει δέκα χιλιόμετρα. Οι τραχιές ανάσες τριγύρω του του είπαν ότι δεν ήταν ο μόνος.
«Σηκωθείτε. Όλοι σας, σηκωθείτε.»
Η μελίρρυτη φωνή τον ξάφνιασε. Σίγουρα δεν είχε μιλήσει κανένας από τους συντρόφους του, οι οποίοι κείτονταν με την κοιλιά, ζουλώντας το μασκοφορεμένο πρόσωπό τους στο πάτωμα, αλλά δεν ήταν η φωνή που περίμενε από... Ύψωσε επιφυλακτικά το κεφάλι, όσο για να δει με ένα μάτι.
Η μορφή ενός άνδρα ατωρείτο στον αέρα πάνω από τον Μυρντράαλ, με το τελείωμα της κόκκινης σαν αίμα ρόμπας του να κρέμεται μια απλωσιά πάνω από το κεφάλι του Ημιανθρώπου. Και η μάσκα του ήταν κατακόκκινη, σαν αίμα. Άραγε ο Μέγας Άρχων του Σκότους θα εμφανιζόταν ενώπιόν τους σαν άνδρας; Και μάλιστα μασκοφορεμένος; Όμως ο Μυρντράαλ, με τον φόβο να ποτίζει το βλέμμα του, έτρεμε και σχεδόν καμπούριαζε εκεί που στεκόταν στη σκιά της μορφής. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έψαξε να βρει απάντηση που να χωρά στο μυαλό του δίχως να το σχίσει στα δύο. Ένας από τους Αποδιωγμένους, ίσως.
Αυτή η σκέψη ήταν κάπως λιγότερο οδυνηρή, αλλά όχι πολύ. Έστω κι έτσι, σήμαινε πως πλησίαζε η Μέρα που θα ξαναγυρνούσε ο Σκοτεινός, αν είχε ελευθερωθεί κάποιος από τους Αποδιωγμένους. Οι Αποδιωγμένοι, οι δεκατρείς ισχυρότεροι χειριστές της Μίας Δύναμης, σε μια Εποχή που ήταν γεμάτη ισχυρούς χειριστές, είχαν παγιδευθεί στο Σάγιολ Γκουλ μαζί με τον Σκοτεινό, τους είχαν αποκόψει από τον κόσμο των ανθρώπων ο Δράκοντας και οι Εκατό Σύντροφοι. Και η αντενέργεια της παγίδευσης είχε μιάνει το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής· και όλοι οι άνδρες Άες Σεντάι, εκείνοι οι καταραμένοι χειριστές της Δύναμης, τρελάθηκαν και τσάκισαν τον κόσμο, τον κομμάτιασαν, σαν αγγείο που το πετάς στα βράχια, δίνοντας τέλος στην Εποχή των Θρύλων, πριν πεθάνουν κι αυτοί, σαπίζοντας από μέσα τους ενώ ακόμα ζούσαν. Κατά τη γνώμη του, ήταν ταιριαστός θάνατος για Άες Σεντάι. Και λίγο τους έπεφτε. Λυπόταν μόνο που είχαν γλιτώσει οι γυναίκες.