Όταν σηκώθηκε, ήταν άλλη μια φορά μόνος στη σιγή. Ένας άλλος, Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου αυτός, ένευσε και υποκλίθηκε σε κάποιον, τον οποίον δεν έβλεπε κανείς άλλος. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έφερε το τρεμάμενο χέρι του στο μέτωπο, προσπαθώντας να συγκρατήσει κάτι απ’ αυτά που είχαν ξεσπάσει στο νου του, αν και δεν ήταν σίγουρος αν όντως ήθελε να τα θυμηθεί. Το τελευταίο απομεινάρι τους έσβησε και αυτός ξαφνικά αναρωτήθηκε τι προσπαθούσε να ξαναφέρει στη μνήμη.
Ο μυώδης, σγουρομάλλης νεαρός, ο αγρότης με το σπαθί, το παλικάρι με τη ξαβολιάρικη έκφραση. Ήδη με το νου του ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τους είχε ονομάσει Σιδερά, Ξιφομάχο και Κατεργάρη. Τι ρόλο παίζουν σ’ αυτό το γρίφο; Πρέπει να ήταν σημαντικοί, αλλιώς ο Μπα’άλζαμον δεν θα τους έκανε επίκεντρο αυτής της συγκέντρωσης. Και μόνο από τις διαταγές που είχε λάβει, θα μπορούσαν όλοι να πεθάνουν ανά πάσα στιγμή, και έπρεπε να υπολογίζει πως σίγουρα και κάποιοι από τους άλλους είχαν λάβει εντολές εξίσου θανάσιμες για τους τρεις. Πόσο σημαντικοί είναι; Τα γαλάζια μάτια ίσως σήμαιναν την αριστοκρατία του Άντορ —αυτό ήταν απίθανο, σύμφωνα με τα ρούχα— και υπήρχαν Μεθορίτες με ανοιχτόχρωμα μάτια, όπως επίσης και μερικοί Δακρινοί, για να μην αναφέρει κάποιους της Γκεάλνταν, και, φυσικά... Όχι, δεν έβγαινε τίποτα έτσι. Μα,
Τινάχτηκε όταν κάτι άγγιξε το μπράτσο του, και κοιτάζοντας γύρω είδε έναν από τους ασπροντυμένους υπηρέτες, έναν νεαρό, να στέκεται στο πλευρό του. Είχαν επιστρέψει και οι άλλοι, επίσης, κι ήταν περισσότεροι απ’ όσοι πριν, ένας για κάθε μασκοφορεμένο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Μπα’άλζαμον είχε φύγει. Και ο Μυρντράαλ επίσης είχε φύγει, και τραχιά πέτρα υπήρχε στη θέση της πόρτας απ’ όπου είχε μπει. Οι τρεις μορφές όμως ακόμη κρέμονταν εκεί. Ένιωσε σαν να τον κοίταζαν.
«Αν έχεις την ευχαρίστηση, Άρχοντα Μπορς, θα σου δείξω το δωμάτιό σου.»
Εκείνος απέφυγε να κοιτάζει τα πεθαμένα μάτια, έριξε άλλη μια ματιά στις τρεις μορφές, και ύστερα ακολούθησε τον υπηρέτη. Πού ήξερε ο νεαρός ποιο όνομα έπρεπε να πει, αναρωτήθηκε ανήσυχα. Όταν οι παράξενες σκαλισμένες πόρτες έκλεισαν πίσω του και οι δυο τους είχαν προχωρήσει καμιά δεκαριά Ρήματα, μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος στο διάδρομο με τον υπηρέτη. Έσμιξε τα φρύδια καχύποπτα πίσω από τη μάσκα του, αλλά, πριν ανοίξει το στόμα, ο υπηρέτης μίλησε.
«Και οι άλλοι επίσης πηγαίνουν στα δωμάτιά τους, Άρχοντά μου. Αν έχεις την ευχαρίστηση, Άρχοντά μου; Λεν υπάρχει πολύς χρόνος και ο Αφέντης μας είναι ανυπόμονος.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έτριξε τα δόντια, τόσο για την έλλειψη πληροφοριών, όσο και για τον υπαινιγμό ότι ήταν όμοιοι οι δυο τους, αλλά ακολούθησε τον άλλο σιωπηλά. Μόνο οι ανόητοι οργίζονται με τους υπηρέτες, και, το χειρότερο, όταν θυμήθηκε τα μάτια του νεαρού, δεν ήταν βέβαιος πως έτσι θα έβγαζε κάτι.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε άνετα μόνο όταν ξαναβρέθηκε στο δωμάτιο όπου περίμενε όταν είχε πρωτοέρθει, αλλά όχι και τόσο άνετα. Το ότι οι σφραγίδες στα σακίδια της σέλας του είχαν μείνει απείραχτες ήταν μικρή παρηγοριά.
Ο υπηρέτης στάθηκε στο χωλ, χωρίς να μπει μέσα. «Μπορείς να φορέσεις τα δικά σου ρούχα, αν θέλεις, Άρχοντά μου. Κανένας δεν θα σε δει να αναχωρείς από δω, ούτε και να φτάνεις στον προορισμό σου, αλλά ίσως θα ήταν καλύτερο να φτάσεις εκεί με την κατάλληλη ενδυμασία. Κάποιος Θα έρθει να σου δείξει το δρόμο.»
Η πόρτα έκλεισε, χωρίς να έχει φανεί χέρι που να την κλείνει.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ανατρίχιασε άθελά του. Άνοιξε βιαστικά τις σφραγίδες και τις πόρπες των σακιδίων του και έβγαλε το συνηθισμένο μανδύα του. Στο βάθος του μυαλού του μια ψωνούλα αναρωτιόταν, αν η υπόσχεση της δύναμης, ακόμα και της αθανασίας, άξιζε άλλη μια τέτοια συνάντηση, αμέσως όμως γέλασε, πνίγοντάς την.
1
Η Φλόγα της Ταρ Βάλον