Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται Θρύλος, ύστερα ξεθωριάζουν για να μείνουν μύθος, και είναι ξεχασμένες από καιρό, όταν πια ξανάρχονται. Μια Εποχή, την οποία μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, ένας άνεμος φύσηξε στα Όρη του Χαμμού. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.
Ο άνεμος αυτός, γεννημένος ανάμεσα σε μαύρες κορφές με κόψεις σαν ξυράφι, εκεί που ο Θάνατος λυμαινόταν τα ψηλά περάσματα, αλλά κρυβόταν από πλάσματα που ήταν ακόμα πιο επικίνδυνα, φύσηξε προς το νότο, περνώντας από το άγριο δάσος της Μεγάλης Μάστιγας, ένα δάσος που το είχε μιάνει και αλλοιώσει το άγγιγμα του Σκοτεινού. Η γλυκιά, αρρωστημένη οσμή της σαπίλας διαλύθηκε, όταν πια ο άνεμος διέσχισε την αόρατη γραμμή, την οποία οι άνθρωποι αποκαλούσαν σύνορα του Σίναρ, εκεί που τα άνθη της άνοιξης κρέμονταν πυκνά από τα δέντρα. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να ήταν καλοκαίρι, μα η άνοιξη είχε αργήσει να έρθει, καν η γη οργίαζε για να προφτάσει το χαμένο χρόνο. Φρέσκα αχνοπράσινα βλαστάρια ξεπετάγονταν απ’ όλους τους θάμνους και καινούργια, κόκκινα άνθη έβγαιναν στις άκρες όλων των κλαριών των δέντρων. Ο άνεμος έκανε τα χωράφια των αγροτών να κυματίζουν σαν κατάφυτες λιμνούλες, ξεχειλίζοντας από σπαρτά, που έμοιαζαν να ψηλώνουν στιγμή τη στιγμή.
Η οσμή του Θανάτου είχε χαθεί σχεδόν όλη, όταν ο άνεμος έφιασε στα πέτρινα τείχη της πόλης του Φαλ Ντάρα, πάνω στους λόφους της, και μαστίγωσε έναν πύργο του φρουρίου στην καρδιά της πόλης, έναν πύργο, πάνω στον οποίο δύο άνδρες έμοιαζαν να χορεύουν. Το Φαλ Ντάρα, εκεί ψηλά, με γερά τείχη, οχυρό και πόλη μαζί, ποτέ δεν είχε πέσει, ποτέ δεν είχε προδοθεί. Ο άνεμος βόγκηξε πάνω από τις στέγες με τα ξυλοκέραμα, γύρω από τις ψηλές πέτρινες καμινάδες και τους ακόμα πιο ψηλούς πύργους, βόγκηξε σαν μοιρολόι.
Ο Ραντ αλ’Θορ, γυμνός από τη μέση και πάνω, ρίγησε με το παγερό χάδι του ανέμου και τα δάχτυλά του έσφιξαν τη μακριά λαβή του σπαθιού εξάσκησης που κρατούσε. Στον καυτό ήλιο το στήθος του γυάλιζε από τον ιδρώτα και τα σκουροκόκκινα μαλλιά του κολλούσαν στο κεφάλι του σαν μουσκεμένο χαλί. Μια αμυδρή οσμή στο στροβίλισμα του αέρα έκανε τη μύτη του να σουφρώσει, αλλά ο νους του δεν έκανε τη σύνδεση με την εικόνα ενός αρχαίου φρεσκοανοιγμένου τάφου που είδε για μια στιγμή. Ο Ραντ μόλις που αντιλαμβανόταν την οσμή, ή την εικόνα· πάσχιζε να κρατήσει το μυαλό του άσειο, όμως ο άλλος άνδρας, ο οποίος τον συντρόφευε στην κορφή του πύργου, συνεχώς εισέβαλλε στην αδειανωσύνη. Η κορφή του πύργου είχε πλάτος δέκα βημάτων και την κύκλωνε ένα τοιχάκι με πολεμίστρες, που του έφτανε ως τη μέση. Ήταν μεγάλο και με το παραπάνω, έτσι ώστε δεν θα ένιωθε στριμωγμένος, εκτός κι αν το μοιραζόταν μ’ έναν Πρόμαχο.
Αν και αρκετά νέος, ο Ραντ ήταν ψηλότερος από το κανονικό, όμως ο Λαν τον έφτανε στο μπόι κ» είχε βαρύτερους μύες, αν και οι ώμοι του δεν ήταν τόσο φαρδιοί. Μια στενή λωρίδα από πλεγμένο δέρμα κρατούσε τα μακριά μαλλιά του Πρόμαχου για να μην του πέφτουν στο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που έμοιαζε φτιαγμένο από πέτρινες ευθείες και γωνίες, ένα πρόσωπο δίχως ρυτίδες, σαν να ήθελε να διαψεύσει τα ίχνη του γκρίζου στους κροτάφους. Παρά τη ζέστη και τον κόπο, μόνο ένα ψιλό στρώμα ιδρώτα άστραφτε στο στήθος και στα μπράτσα του. Ο Ραντ κοίταξε τα παγωμένα, γαλάζια μάτια του Λαν, ψάχνοντας να βρει κάποιο ίχνος των προθέσεών του. Ο Πρόμαχος έμοιαζε να μην ανοιγοκλείνει ποτέ τα μάτια του και το σπαθί εξάσκησης στα χέρια του πηγαινοερχόταν με σίγουρες, ομαλές κινήσεις, καθώς ο Πρόμαχος άλλαζε σχάσεις με άνεση.
Το σπαθί εξάσκησης, που αντί για λεπίδα είχε ένα δεματάκι από χαλαρά δεμένα πηχάκια, έκανε δυνατό κρότο όταν χτυπούσε κάτι, και άφηνε ένα κόκκινο σημάδι όταν έπεφτε σε σάρκα. Ο Ραντ το είχε μάθει καλά. Είχε τρεις λεπτές, κόκκινες γραμμές, που έτσουζαν στα πλευρά του, και άλλη μια που έκαιγε στον ώμο του. Είχε βάλει όλες του τις δυνάμεις για να αποφύγει κι άλλα τέτοια στολίδια. Ο Λαν δεν είχε το παραμικρό σημάδι.
Όπως είχε διδαχθεί, ο Ραντ σχημάτισε μια φλόγα στο νου του και συγκεντρώθηκε σ’ αυτήν, προσπαθώντας να ρίξει εκεί όλα τα συναισθήματα και τα πάθη του, να σχηματίσει ένα κενό εντός του, μ’ όλες τις σκέψεις απ’ έξω. Η αδειανωσύνη ήρθε. Όπως συνέβαινε πολύ συχνά τώρα τελευταία, δεν ήταν τέλεια· η φλόγα υπήρχε ακόμα, ή κάποια αίσθηση φωτός, που έστελνε κυματάκια να διασχίσουν τη γαλήνη. Αλλά αρκούσε, έστω και μετά βίας. Τον τύλιξε η δροσερή γαλήνη του κενού κι έγινε ένα με το σπαθί εξάσκησης, με τις λείες πέτρες κάτω από τις μπότες του, ακόμα και με τον Λαν. Όλα ήταν ένα, και κινήθηκε δίχως σκέψεις, με ρυθμό ανάλογο του Πρόμαχου, βήμα το βήμα και κίνηση την κίνηση.