Το χειρόγραφο, με το καλό, βρήκε το δρόμο του τυπογραφείου. Ο Φαβρίκιος διόρθωσε τα δοκίμια με πολλή επιμέλεια και, σα δέθηκε το βιβλίο, ρώτησε τι έπρεπε να το κάνει. Οι αρμόδιοι του είπανε και το έστειλε στις εφημερίδες, στα περιοδικά και στα βιβλιοπωλεία, και τον συμβουλέψανε να μη σκοτίζεται πια γι’ αυτό, επειδή τα βιβλία περπατούνε μόνα τους και ό, τι θέλουν κάνουν, δίχως να ακούνε τη γνώμη κανενός. Κι ο Φαβρίκιος γύρισε στις συνηθισμένες ασχολίες του και ήταν ήρεμος και αμέριμνος σαν ένα σπουργίτι.
Σε λίγο (вскоре: «через немного»), οι κριτικοί, αρχίσανε να μιλούνε (критики начали говорить; ο κριτικός; αρχίζω; μιλώ) για το βιβλίο του Φαβρίκιου (о книге Фаврикия). Μερικοί λέγανε (некоторые говорили) πως ήταν ένα βιβλίο πολύ νόστιμο (что книга была очень милой: «вкусной») και συμπαθητικό (симпатичной) και καθώς πρέπει (/и такой,/ какой следует), κι ο συγγραφέας (писатель), λέγανε, ήταν ένας νέος γεμάτος καλή θέληση (был юношей, полным/исполненным доброй воли) και τέτοιοι νέοι πρέπει να υποστηρίζονται (такие юноши должны поддерживаться = таких юношей нужно поддерживать; υποστηρίζομαι) για να προκόψει το έθνος (чтобы нация процветала; προκόβω). Άλλοι όμως φώναζαν (другие, однако, кричали; φωνάζω) πως ήταν ένα χαζό (что это была глупая), κουτό (простоватая), ηλίθιο (идиотская), κωμικό βιβλίο (комичная книга), μια αρλούμπα (чушь) για να σπαρταράς από τα γέλια (чтобы трястись от смеха; σπαρταρώ; το γέλιο). Κι άλλοι πως ήταν να κλαίς (а другие — чтобы плакать: «что /она/ была, чтобы плакать»; κλαίω) με τον παραλογισμό (от абсурдности; ο παραλογισμός) και την ανισορροπία του συγγραφέα (и неуравновешенности писателя; ο συγγραφέας). Κι άλλοι πάλι ζητούσανε να γίνουνε νόμοι (другие, опять же, требовали, чтобы были приняты законы: «возникли законы»; ζητώ; γίνομαι; ο νόμος) και να απαγορευτεί στους τυπογράφους (чтобы было запрещено печатникам; απαγορεύομαι; ο τυπογράφος) να τυπώνουνε τέτοια βιβλία (печатать такие книги; τυπώνω), επειδή αλλιώς θα χαλάσει ο κόσμος (потому что, в противном случае, наступит хаос: «испортится мир»; δεν χάλασε ο κόσμος — не важно, не стоит беспокоиться; χαλώ). Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε (не знал; ξέρω) ποιόν να πιστέψει (кому верить; πιστεύω).
Σε λίγο, οι κριτικοί, αρχίσανε να μιλούνε για το βιβλίο του Φαβρίκιου. Μερικοί λέγανε πως ήταν ένα βιβλίο πολύ νόστιμο και συμπαθητικό και καθώς πρέπει, κι ο συγγραφέας, λέγανε, ήταν ένας νέος γεμάτος καλή θέληση και τέτοιοι νέοι πρέπει να υποστηρίζονται για να προκόψει το έθνος. Άλλοι όμως φώναζαν πως ήταν ένα χαζό, κουτό, ηλίθιο, κωμικό βιβλίο, μια αρλούμπα για να σπαρταράς από τα γέλια. Κι άλλοι πως ήταν να κλαίς με τον παραλογισμό και την ανισορροπία του συγγραφέα. Κι άλλοι πάλι ζητούσανε να γίνουνε νόμοι και να απαγορευτεί στους τυπογράφους να τυπώνουνε τέτοια βιβλία, επειδή αλλιώς θα χαλάσει ο κόσμος. Κι ο Φαβρίκιος δεν ήξερε ποιόν να πιστέψει.
Μερικοί πάλι εξηγούσανε στο κοινό (некоторые, опять же, объясняли публике; το κοινό) πως βγαίνουνε κάθε πρωί (что выходят каждое утро; βγαίνω), στην Αθήνα και στους άλλους τόπους (в Афинах и других местах; ο τόπος), εκατοντάδες βιβλία σαν το βιβλίο του Φαβρίκιου (сотни книг, подобных книге Фаврикия), μήτε καλύτερα μήτε χειρότερα (ни лучше, ни хуже), και λένε απάνω-κάτω τις ίδιες κοινοτοπίες (содержат примерно те же самые банальности: «говорят примерно те же самые банальности»; η κοινοτοπία). Και ρωτούσανε (и спрашивали) για ποιό λόγο τάχατες (по какой же причине; ο λόγος) ο Χριστιανός αυτός νόμισε (этот христианин = этот человек решил; νομίζω) πως έπρεπε να γράψει και του λόγου του ένα βιβλίο (что и ему следует написать книгу: «что следовало, чтобы и он написал книгу»; του λόγου μου /σου, του κλπ./ — просторечн. вместо личных местоим. я, ты, он и т. д.), αφού δεν είχε τίποτα να προσθέσει στη σοφία της ανθρωπότητας (поскольку = хотя ему нечего было добавить к мудрости человечества; προσθέτω; η ανθρωπότητα); Δηλαδή, πως του ήρθε αυτή η λόξα (то есть, как это ему взбрела /в голову/ такая причуда: «ему пришла такая причуда»; έρχομαι) στα καλά καθούμενα (ни с того, ни с сего); Και γιατί δεν πήγαινε καλύτερα να γίνει (и почему ему уж лучше было не стать: «почему он не шел лучше стать»; πηγαίνω) μπακάλης (бакалейщиком), μανάβης (зеленщиком) ή χασάπης (мясником), και να μας αφήνει ήσυχους (и оставить нас в покое: «оставить нас спокойными»; αφήνω); Κι ο Φαβρίκιος (но Фаврикий), μα το Θεό (Боже мой), δεν ήξερε καθόλου (совершенно не знал) για ποιο λόγο έγραψε το βιβλίο του (по какой причине он написал свою книгу).