Έσκυψε προς τα νερά μαγνητισμένος (зачарованный, /он/ склонился к воде; σκύβω). Έσκυψε ακόμα περισσότερο (/он/ наклонился еще больше). Δεν μπορούσε πια (/он/ уже не мог) να ξεκολλήσει το μάτι του (оторвать свой взгляд; ξεκολλάω) από την ανήσυχη υγρή επιφάνεια (от беспокойной влажной поверхности). Το όραμα στροβιλιζόταν τώρα (видение теперь кружилось; στροβιλίζομαι) τριγύρω του (вокруг него) μες σ’ ένα σιωπηλό χορό (в молчаливом хороводе) μαγικών σκιών (волшебных теней). Τα βουνά (горы), τα δάση (леса), τα σύννεφα (облака), αέρινα (воздушные) και ασφυκτικά (и удушливые), τον έζωναν ολοένα πιο σφιχτά (все теснее окружали его: ζώνω), τον έσερναν γοργά προς το νερό (тащили его быстро к воде; σέρνω).
Έσκυψε προς τα νερά μαγνητισμένος. Έσκυψε ακόμα περισσότερο. Δεν μπορούσε πια να ξεκολλήσει το μάτι του από την ανήσυχη υγρή επιφάνεια. Το όραμα στροβιλιζόταν τώρα τριγύρω του μες σ’ ένα σιωπηλό χορό μαγικών σκιών. Τα βουνά, τα δάση, τα σύννεφα, αέρινα και ασφυκτικά, τον έζωναν ολοένα πιο σφιχτά, τον έσερναν γοργά προς το νερό.
Ξαφνικά θυμήθηκε (внезапно /он/ вспомнил; θυμάμαι) την πράσινη μάγισσα της λίμνης (зеленую колдунью из озера), τέντωσε διάπλατα τα μάτια του (широко раскрыл глаза; τεντώνω — натягивать; распахивать), τη γύρευε να τη δει (и стал ее искать: «и стал ее искать, чтобы увидеть»; γυρεύω, βλέπω). Αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε (/он/ почувствовал, что не может) να αντισταθεί στην έλξη της (противостоять ее влечению; αντιστέκομαι), σα να τον τραβούσε μέσα της για πάντα (словно бы тянула его вглубь навсегда; τραβώ), ακατανίκητη (непобедимая) και θανατηφόρα (и смертоносная), η ποίηση του κόσμου (поэзия мира)…
Ξαφνικά θυμήθηκε την πράσινη μάγισσα της λίμνης, τέντωσε διάπλατα τα μάτια του, τη γύρευε να τη δει. Αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη της, σα να τον τραβούσε μέσα της για πάντα, ακατανίκητη και θανατηφόρα, η ποίηση του κόσμου…