– Παντρέψου τον (выходи за него;
Γυρνάει μία κοπέλα από το ραντεβού της, τελείως καταπτοημένη.
– Τι έχεις; ρωτά η μητέρα της. Χωρίσατε;
– Όχι, αντίθετα! Ο Μιχάλης μου ζήτησε να τον παντρευτώ!
– Και γιατί στενοχωριέσαι;
– Γιατί μου είπε επίσης ότι είναι άθεος. Μαμά, δεν πιστεύει καν ότι υπάρχει Κόλαση!
– Παντρέψου τον. Και μην φοβάσαι, θα του δείξουμε πόσο άδικο έχει.
Η κυρία στο φούρναρη (женщина – пекарю;
– «Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας (я так нервничаю из-за вас), το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο (хлеб, что вы мне продали: «дали» вчера, был черствый;
– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια (да что вы говорите, госпожа, мы печем: «готовим» хлеб уже 20 лет)!»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα (да, но продаете его сейчас)!»
Η κυρία στο φούρναρη:
– «Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας, το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο.»
– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια!»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα!»
Ο πελάτης αγανακτισμένος (возмущенный клиент;
Ο ξενοδόχος (хозяин гостиницы): Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε (а что вы хотели увидеть, господин, за те деньги, которые заплатили?;
Ο πελάτης αγανακτισμένος: Τι κατάσταση είναι αυτή; Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, παρακολουθώντας μια ολόκληρη μάχη ποντικών!
Ο ξενοδόχος: Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε; Ταυρομαχίες;
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του (идет один человек спустя много времени к своему врачу;
– «Τι γίνεται γιατρέ (как дела: «что происходит», доктор?); Όλα καλά, έτσι (все хорошо, да: «так»?);»
– «Δυστυχώς έχω για σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός (к сожалению, у меня для тебя неприятные и очень неприятные новости, говорит врач;
– «Τι μου λες γιατρέ μου τώρα (что ты /такое/ мне говоришь, доктор); Με κάνεις και ανησυχώ (ты меня заставляешь волноваться;